αιακτός — αἰακτός, ή, όν (Α) [αἰάζω] 1. ο άξιος θρήνου, αξιολύπητος, αξιοθρήνητος 2. αυτός που θρηνεί, ο δυστυχισμένος … Dictionary of Greek
αἰακτός — lamentable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰακτά — αἰακτός lamentable neut nom/voc/acc pl αἰακτά̱ , αἰακτός lamentable fem nom/voc/acc dual αἰακτά̱ , αἰακτός lamentable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰακτόν — αἰακτός lamentable masc acc sg αἰακτός lamentable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰακτᾷ — αἰακτός lamentable fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰακτῷ — αἰακτός lamentable masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιάζω — αἰάζω (Α) 1. φωνάζω αιαί, θρηνώ, ολολύζω, μοιρολογώ 2. αναστενάζω, φυσώ δυνατά, ξεφυσάω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχοποιημένη λ. από το επιφών. αἴ*. ΠΑΡ. αρχ. αἴαγμα, αἰακτός μσν. αἰαγμός, αἴασμαι … Dictionary of Greek
φιλαίακτος — ον, Α 1. αυτός που αγαπά τους θρήνους, που τού αρέσει να κλαίει, κλαψιάρης 2. συνεκδ. αξιοθρήνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αἰακτός «αξιοθρήνητος, ελεεινός»] … Dictionary of Greek
αἰακτάν — αἰακτά̱ν , αἰακτός lamentable fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)